- κατάβλημα
- το (Α κατάβλημα) [καταβάλλω]κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά.αρχ.1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.)2. (για πλοία) παράρρυμα*, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων3. (για υφάσματα) η κροσσωτή παρυφή, το κράσπεδο, η ούγια4. εξωτερικό περίβλημα, περικάλυμμα5. επιγρ. η πληρωμή.
Dictionary of Greek. 2013.